- ίσαμι
- ἴσαμι (Α)(δωρ. τ. τού εἴδω αντί ἴσημι)γνωρίζω («μάλα τοῡτο γ' ἴσαμι», Θεόκρ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἴσαμι — ἴσᾱμι , οἶδα see pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)